- ἀκρονυγῶς
- ἀκρονυγῶςtouching at the edgeindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακρονυγώς — ἀκρονυγῶς επίρρ. (Α) με επαφή στα άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀκρό νυγος < ἀκρο (Ι) + νύσσω «τρυπώ, κεντώ»] … Dictionary of Greek